Μέσα από το έργο «Ο ποντικός και η θυγατέρα του» που παρουσιάσαμε πέρυσι το χειμώνα στο Εργαστήρι μας, ήρθα για πρώτη φορά (έτσι νόμιζα) σε επαφή με κείμενο του Μιχάλη Χατζάκη. Λίγο μετά έψαξα πληροφορίες για εκείνον και συνηδειτηποίησα ότι έχω δει αρκετές από τις παραστάσεις του «Καραγκιόζη του» στη Μικρή Αυλαία της Χ.Α.Ν. Θεσσαλονίκης, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που ξεγλιστρούσα κι εγώ στις αίθουσες του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΑΠΘ όπου δίδασκε επί σειρά ετών την τέχνη του θεάτρου σκιών και του παραμυθοδράματος. Λίγο πριν ξεκινήσουμε και φέτος την προσέγγιση μας στο σύγχρονο παραμυθόδραμα μέσα από το έργο του «Ο Φασουλής και η μάγισσα Μπαχλεβίτσα» και πάλι από το Έντεχνο Θέατρο Σκιών «Σκιές ονείρου» της Άννας Αρβανίτη, μιλήσαμε μαζί του για την μεγάλη διαδρομή στο θέατρο σκιών αλλά και την απόφαση του από φέτος να μη βρίσκεται άλλο ενώπιον του κοινού της Θεσσαλονίκης.
Συνέντευξη στο Χρήστο Κρανιώτη
Ποια η γνώμη σας κ. Χατζάκη για το παραμυθόδραμα; Επιδέχεται νεωτερισμών το θέατρο σκιών ή είναι μια εφήμερη επιλογή των νεότερων καραγκιοζοπαικτών;
Αυτός που πρωτοέρχεται σε επαφή με το θέατρο σκιών διακρίνεται από νεωτερισμούς και όταν λέμε θέατρο σκιών δεν εννούμε την ελληνική παράδοση απαραιτήτως. Εν συνεχεία καταπιάνεται με την παράδοση. Είναι λογικό βέβαια οι νέοι άνθρωποι να θέλουν να βάλουν το άμεσο, το σήμερα στο θέατρο σκιών. Όμως σιγά σιγά μπαίνουν σε αυτό τα δισδιάστατο της τέχνης αυτής, βλέπουν τον εαυτό τους μικρό και επικαλούνται την παράδοση. Το ευτύχημα είναι πως το θέαμα είναι ατομικό και αποκλειστικό οπότε ο καθένας μπορεί να το περνάει με το δικό τους τρόπο.
Ποιο είναι το βασικό χαρακτηριστικό του θεάτρου σκιών;
Στο χώρο της τέχνης δεν υπάρχει τέλος. Το θέατρο σκιών είναι καθαρά προσωπική υπόθεση. Δε μπορεί να υπάρξει επανάληψη. Θα έρθει κάτι καλύτερο ή κάτι χειρότερο, πάντως θα έρθει κάτι που δε θα είναι το ίδιο. Οι παράστασεις του θεάτρου σκιών γεννιούνται, ανδρώνονται και πεθαίνουν πάνω στη σκηνή.
Εσάς τι σας δίδαξαν οι μεγάλοι καραγκιοζοπαίκετες με τους οποίους ήρθετε σε επαφή από νωρίς;
Ευτύχησα να είμαι στην Αθήνα και εκεί υπήρξαν μεγάλοι καραγκιοζοπαίκτες όπως λες. Ο Γιώργος Χαρίδημος, ο Δημήτρης Μόλλας και φυσικά ο παλιός μάστορας Γιώργος Κουτσουρής. Ξέρετε καραγκιοζοπαίκτες υπάρχουν πολλοί, αλλά οι καλοί μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Είναι ιδιάζουσα τέχνη, είναι τέχνη που όλα ξεκινάνε από έναν. Η ικανότητα να ζωγραφίζει, να σκηνοθετεί, να παίζει απορρέουν από έναν. Είναι δύσκολο να βρεις καλό σε όλα αυτά.
Τον Καραγκιόζη τι τον κάνει αγαπητό σε μικρούς και μεγάλους, είναι η λαϊκότητα του το κύριο χαρακτηριστικό;
Σαφώς και η λαϊκή του πορεία. Επίσης το ότι αποδίδεται δισδιάστατα και με αυτό τον τρόπο αποδίδεται το μη πραγματικό -όχι το μη υπάρχον, το μη αληθές- αλλά το μη φαίνεσθαι. Χρειάζεται δηλαδή τη δύναμη της φαντασίας του θεατή.
Άρα κάποιος που δε διαθέτει φαντασία δεν αντιλαμβάνεται τον Καραγκιόζη; Ή πιο απλά ποιοί πιστεύετε ότι είναι οι θεατές του;
Το θέατρο σκιών αποδίδεται ακριβώς εκεί, στο χώρο της σκιας. Μπορεί λοιπόν να επικοινωνήσει μαζί του κάποιος πολύ δυνατός νους ή κάποιος που διακρίνεται από έντονη αισθαντικότητα ή όσοι έχουν φυσιολογικό υπόβαθρο αλλά με ειδέναι αληθινό που ξεχωρίζει το φαίνεσθαι από το μη φαίνεσθαι.
Σε περιόδους όπως αυτές που ζούμε -αναφέρομαι κυρίως ως πολίτες ενός ανάλγητου κράτους- ο λόγος του Καραγκιόζη δε μοιάζει έντονα έως "φορτικά" επίκαιρος;
Από πλευράς εξουσίας έλεγε «Κλαίψε να φας» και από πλευράς λαού «Άφησε να χεις». Με το δικό του το παράδειγμα ο Καραγκιόζης δείχνει στην καμπούρα του ποια είναι τα βάσανα που κουβαλάει ο λαός.
Ποια είναι τα συναισθήματα σας τώρα που κλείνει ένας δεκαπενταετής κύκλος παρουσίας στη Θεσσαλονίκη;
Όταν μετά από 15 χρόνια ολοκληρώνεις έναν κύκλο, υπάρχει μια στεναχώρια μεγάλη. Η αλήθεια είναι ότι η Θεσσαλονίκη μας αγκάλιασε, κι εμείς βέβαια δώσαμε τον καλύτερο εαυτό μας. Δώσαμε μεγάλες παραστάσεις, ευρείας γκάμας και με ποιότητα. Έχουμε γεμίσει από κάθε άποψη.
Επιστρέφετε στη Λαμία, τόπος στον οποίο δημιουργήσατε και το πρώτο θέατρο σκιών της πόλης.
Στη Λαμία… και να θες να αγιάσεις δε σε αφήνουν. Γιατί το λέω, είχαμε ξεκινήσει το θέατρο σκιών της Λαμίας το 1982. Ήταν όντως το πρώτο χειμερινό θέατρο. Ο δήμαρχος μου έδωσε τη μία από τις δύο σκηνές του θεάτρου για να ανεβάσω και στο κοινό της Λαμίας παραστάσεις θεάτρου σκιών.
Άρα η τελεία δεν είναι οριστική;
Θα πορευτώ με πολύ προσεκτικά βήματα. Ήδη έφυγα λόγω βροχικού άσθματος. Κακά τα ψέματα τα χρόνια πέρασαν και το θέατρο δεν μπορεί να είναι πια μόνιμη βάση. Η πόρτα είναι πολύ σκληρό πράγμα, σκεφτείτε το απλά, παίζαμε Τετάρτη εως Σάββατο. Πια δεν υπάρχουν οι αντοχές για κάτι τέτοιο. Δυο παραστάσεις το μήνα είναι αρκετές.