Οι περισσότεροι τον γνωρίσαμε μέσα από αγαπημένα μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Ενώ μεσολάβησε μια απουσία λίγων χρόνων ο Στέφανος Δάνδολος επέστρεψε, αυτή τη φορά από ένα καινούριο "σπίτι", μια νέα οικογένεια όπως αποκαλεί τις Εκδόσεις Ψυχογιός. "Η Χορεύτρια του διαβόλου" είναι το πρώτο του μυθιστόρημα εδώ, ένα βιβλίο που "γυρεύει" τη δικαίωση του έρωτα μέσα στο χρόνο, με φόντο ιστορικά γεγονότα στα τέλη του 19ου αρχές 20ου αιώνα. Κάπως έτσι ξεκινάει η συζήτηση μας...
Συνέντευξη στο Χρήστο Κρανιώτη
Πόσο εύκολο είναι να ενταχθούν ιστορικά ντοκουμέντα σε μια ιστορία πάθους;
Τα ιστορικά ντοκουμέντα μπορούν να εντάσσονται σε κάθε είδους ιστορία αρκεί να είναι χωνεμένα καλά στο ύφος του έργου που γράφεις. Η δυσκολία έγκειται στο πώς θα τα χρησιμοποιήσεις ώστε να αποπνέουν μια πειστικότητα ως προς το κλίμα του βιβλίου. «Η Χορεύτρια του Διαβόλου» πέρα από μια ιστορία πάθους είναι και ένα κείμενο με πολλές προεκτάσεις, ιστορικές, πολιτικές, οικονομικές, οπότε όλα αυτά τα ντοκουμέντα ήταν απαραίτητα.
Με ποιο τρόπο αποφεύγετε την παγίδευση των αναγνωστών στο χρόνο και το χώρο ώστε να "μπουν" στην ιστορία της ηρωίδας;
Θεωρώ ότι όσο πιο βαθιά βυθίζεται ο αναγνώστης στο χρόνο και το χώρο του βιβλίου μου τόσο πιο έντονα «μπαίνει» στην ιστορία των δύο ηρώων. Γι’ αυτό και από τη πρώτη σελίδα βομβαρδίζεται από πληροφορίες γύρω από την εποχή. Δεν θα το αποκαλούσα «παγίδευση», αλλά ταξίδι σε ένα άλλο σύμπαν, τον κόσμο του τότε.
Ένα ερωτικό μυθιστόρημα που έχει ως βάση την Αγγλία αλλά περνάει από τη Γαλλία, την Κωνσταντινούπολη, τη Νέα Υόρκη, απαιτεί γνώση των συγκεκριμένων τόπων; Έχετε ταξιδέψει σε όλα αυτά τα μέρη για τα οποία μιλάτε μέσα από το βιβλίο σας;
Έχω ταξιδέψει σε όλα τα μέρη του μυθιστορήματος, πλην του Βερολίνου και των Γερμανικών Άλπεων. Σε ό,τι αφορά τους τόπους που γνωρίζω, βοηθήθηκα από δικές μου σημειώσεις, χάρτες, αλλά και πηγές για την εικόνα που είχαν την εποχή εκείνη. Η Γερμανία του Χίτλερ αναδύθηκε στη φαντασία μου με τη βοήθεια βιβλίων που έχω διαβάσει και ταινιών που έχω δει. Σίγουρα απαιτείται γνώση της τοπογραφίας. Η γραμμή ανάμεσα σε κάτι σοβαρό και στη καρικατούρα είναι πολύ λεπτή όταν επιχειρείς κάτι τέτοιο. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που "κατακλύζεται" από πρόσωπα, γεγονότα, σασπένς.
Ποιος ήταν ο κεντρικός άξονας πάνω στον οποίο πατήσατε ώστε να στηρίξετε όλα αυτά τα γεγονότα χωρίς να χαθεί η έμπνευση;
Ο κεντρικός άξονας ήταν η πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Όλα τα παρακολουθούμε μέσα από τα μάτια του αφηγητή. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε με την υποκειμενική ματιά απέναντι στην επίσημη Ιστορία. Το στοίχημα ήταν να δέσω όλα αυτά τα γεγονότα μέσα από την οπτική ενός και μόνο ανθρώπου.
Λειτουργείτε με ροή στο χτήσιμο ενός βιβλίου ή μέσω της συρραφης πολλών κομματιών και με το ανάλογο ρετουσάρισμα καταφέρνετε να βγαίνει αυτό το αποτέλεσμα;
Λειτουργώ πάντα με ροή, ποτέ μέσω της συρραφής. Αφιερώνω πολύ χρόνο σε κάθε σελίδα και προχωρώ βήμα-βήμα, αργά και μεθοδικά, έχοντας στο μυαλό μου ένα πλάνο το οποίο αργότερα μπορεί να ανατραπεί ως προς κάποιες μικρές λεπτομέρειες. Δεν είμαι από κείνους τους συγγραφείς που γράφουν χωρίς σχέδιο και μετά τα ρετουσάρουν όλα προκειμένου να πάρει μορφή το κείμενό τους. Ακολουθώ πάντα μια νοητή γραμμή κι ας μην ξέρω το τέλος από την αρχή. Συζητώντας με άλλους συγγραφείς έχω καταλήξει ότι η διαχείριση του χρόνου είναι από τα πλέον σημαντικά ζητήματα για την δημιουργία ενός συγγράμματος.
Εσείς πόσο χρόνο χρειάζεστε για να βγει ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα;
Παλαιότερα μπορούσα να τελειώσω ένα βιβλίο πιο γρήγορα. Συνήθως χρειαζόμουν 15 με 18 μήνες, αν και υπήρξε μία εξαίρεση, ο «Τελευταίος Κύκνος», που γράφτηκε μονοκοπανιά, μέσα σε οκτώ μήνες. Ωστόσο, από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας δεν βιάζομαι να δημοσιεύσω. Δεν με ενδιαφέρει να βγάλω ένα ακόμα βιβλίο αν αυτό δεν με πληροί απόλυτα. Από το προηγούμενο μυθιστόρημά μου μέχρι την «Χορεύτρια» μεσολάβησαν τέσσερα χρόνια και σε αυτό το διάστημα δούλεψα πυρετωδώς, εκλαμβάνοντας το ίδιο το έργο σαν ένα είδος κρασιού που πρέπει να ωριμάσει μέσα μου για να μπορεί να κριθεί στη τελική του μορφή με βάση το δείκτη της αυστηρότητας που είχα θέσει.
Ποιες ώρες της μέρας λειτουργείτε καλύτερα;
Λειτουργώ καλύτερα τις πρωινές ώρες. Και γράφω με πρόγραμμα. Συνήθως επτά με οκτώ ώρες την ημέρα, και όχι τα σαββατοκύριακα.
Χρειάζεστε την απομόνωση ή λειτουργείτε και εν μέσω ενός φορτωμένου προγράμματος;
Έχω μάθει να είμαι παντός καιρού. Όταν έχω μπει για τα καλά στη διαδικασία, μπορώ να λειτουργήσω κάτω από οιοσδήποτε συνθήκες. Παράλληλα αυτό το βιβλίο αποτελεί και το πρώτο σας στις εκδόσεις Ψυχογιός.
Έχοντας εκδόσει αρκετά από τα μυθιστορήματα σας στις εκδόσεις Καστανιώτη, πόσο σημαντικό ρόλο παίζει (αν παίζει) για τον συγγραφέα ποιος εκδοτικός οίκος θα μεταφέρει τα λόγια του στο κοινό;
Παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Για μένα το δέσιμο ανάμεσα σε έναν εκδοτικό οίκο και έναν συγγραφέα είναι σαν γάμος. Πρέπει να υπάρχει χημεία. Και φυσικά πρέπει να αισθάνεται ο συγγραφέας ότι ο εκδότης στηρίζει το έργο του έμπρακτα και όχι μόνο στα λόγια. Ασφαλώς και αυτού του είδους η σχέση δοκιμάζεται στο χρόνο και πολλές φορές ίσως φθείρεται. Και υπάρχει ένα σημείο όπου πρέπει κάποιος από τους δύο να δει τα πράγματα πιο καθαρά και να προχωρήσει αναζητώντας ένα νέο κεφάλαιο. Συγγραφικά έζησα μια υπέροχη δεκαετία στις εκδόσεις Καστανιώτη, αλλά προς το τέλος ένιωσα ότι δεν θα το θεωρούσανε και μεγάλη απώλεια εάν έφευγα. Έτσι βρέθηκα στις Εκδόσεις Ψυχογιός, και πραγματικά αισθάνομαι τυχερός, γιατί υποδέχτηκαν την «Χορεύτρια του Διαβόλου» με έναν ενθουσιασμό που, ως δημιουργός, τον είχα ανάγκη. Για έναν νέο άνθρωπο που αρχίζει να καταλαβαίνει ότι μπορεί να γράψει.
Σε ποιο "συμβουλευτικό τρίπτυχο" θα καταλήγατε ώστε αυτό που κάνει να είναι σίγουρος ότι το κάνει καλά και μπορεί να συνεχίσει πιο πέρα;
Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι αυτό που κάνει, το κάνει καλά – η αμφιβολία είναι βασικό συστατικό της συγγραφικής ιδιοσυγκρασίας για πολλά χρόνια πιστεύω. Πρέπει να έχεις κάμποσα έργα πίσω σου και να έχεις αποκτήσει μια υπολογίσιμη εμπειρία για να αρχίσεις να αισθάνεσαι απόλυτα σίγουρος. Παρ’ όλα αυτά, ένας νέος άνθρωπος που γράφει, θα πρέπει, πρώτον: να διαβάζει πολύ, δεύτερον: αυτά που γράφει να μην είναι σκέψεις απλά, αλλά να υπηρετούν μια πλοκή, μια θεματική, και τρίτον: να μην αποσκοπεί στην life style εκδοχή του να δει το δει το βιβλίο του δημοσιευμένο, αλλά να γράψει κάτι ενδιαφέρον για τον αναγνώστη προκειμένου να το δει δημοσιευμένο.
Υπάρχει χώρος στους εκδοτικούς οίκους για νέα πρόσωπα ή ισχύει αυτό που λίγο πολύ ακούγεται στο χώρο, ότι το αναγνωστικό κοινό επενδύει πιο εύκολα σε σταθερές δυνάμεις;
Πάντα υπάρχει χώρος για νέα πρόσωπα. Ακόμα κι αν το αναγνωστικό κοινό μπορεί να τα αγνοεί για χρόνια, θα φτάσει η στιγμή –αν το αξίζουν– που θα ασχοληθεί μαζί τους. Έχουμε ανάγκη όμως τους νέους δημιουργούς, αλλιώς θα κολυμπούσαμε σε βάλτο.
Αν ζητούσα κανόνες δημιουργικής γραφής, πιστεύτε πως θα μπορούσαν κάποιοι απο αυτούς να ξεφύγουν από τη θεωρία και να γίνουν πράξη;
Όλοι οι κανόνες δημιουργικής γραφής καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: Μεταχειρίσου το υλικό σου με σεβασμό, μακριά από κλισέ και πρόχειρες λύσεις. Γράψε σαν να είναι το τελευταίο πράγμα που θα γράψεις ποτέ.
Προετοιμάζετε κάποιο επόμενο μυθιστόρημα; Θεωρείται οτι ο χρόνος που μεσολαβεί από το ένα βιβλίο στο επόμενο πρέπει να είναι συγκεκριμένος ή η έμπνευση καθορίζει αυτού του είδους τα διαδικαστικά θέματα;
Θεωρώ πως πρέπει να ξεκινάς κάτι μόνο όταν έχεις αποβάλλει πλήρως το προηγούμενο. Δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος χρόνος, το αισθάνεσαι μόνος σου, σε σπρώχνει κάτι το υποσυνείδητο. Κάθε φορά πάντως που βιάστηκα να ξεκινήσω κάτι καινούργιο, το σταμάτησα πολύ γρήγορα γιατί συνειδητοποίησα ότι έγραφα το τελευταίο βιβλίο με άλλες λέξεις. Πρέπει λοιπόν να δίνεις ανάσες στον εαυτό σου. Και αυτό κάνω τώρα. Ίσως ξεκινήσω κάτι καινούργιο το καλοκαίρι, ίσως αργότερα, υπάρχει μια ιδέα που με τριβελίζει. Αλλά δεν βιάζομαι γιατί βρίσκομαι ακόμα υπό την επήρεια της «Χορεύτριας του Διαβόλου». Πρέπει πρώτα να γεμίσει η δεξαμενή από την οποία θα αντλήσω. Μπορεί ένας συγγραφέας στις μέρες μας να ζει μόνο από αυτή τη δουλειά και κατα πόσο θεωρείτε το γράψιμο δουλειά; Το γράψιμο είναι δουλειά, σαν όλες τις άλλες. Αλλά δυστυχώς δεν είναι η μόνη δουλειά που πρέπει να κάνει ένας συγγραφέας για να ζήσει. Αλλού ίσως είναι. Όχι όμως στην Ελλάδα.
Διαβάστε παλαιότερη συνέντευξη με τη Χαρά Ανδρεΐ δου στο Kristiboni.gr εδώ